Κυριακή 13 Μαΐου 2012

Κυβέρνηση συνεργασίας και παραμονή στο ευρώ θέλει το εκλογικό σώμα.

Σε σύγχυση φαίνεται ότι βρίσκεται το εκλογικό σώμα με βάση τις δημοσκοπήσεις που βλέπουν το φως της δημοσιότητας.Οι ψηφοφόροι επιθυμούν κυβέρνηση συνεργασίας σε ποσοστό 72%,παραμονή της χώρας στο ευρώ σε ποσοστό 78%.Στις επαναληπτικές εκλογές,αν γίνουν,το 81% θα ψηφίσει ξανά το ίδιο κόμμα. Σε δημοσκόπηση της Kaparesearch για το Βήμα της Κυριακής ο ΣΥΡΙΖΑ συγκεντρώνει 20,5% και η ΝΔ έρχεται δεύτερη με 18.1% (διαφορά 2,4%). Ακολουθούν ΠΑΣΟΚ 12,2% Ανεξάρτητοι Έλληνες 8,4% ΚΚΕ 6,5% Χρυσή Αυγή 5,8% Δημοκρατική Συμμαχία.Παρατηρούμε ότι με εξαίρεση την εναλλαγή στο πρώτο κόμμα η σειρά των υπολοίπων παραμένει η ίδια με μικρότερα όμως ποσοστά.
Επίσης δεν αλλάζει η κομματική σύνθεση της Βουλής καθώς τα κόμματα που έμειναν εκτός μένουν και τώρα και μάλιστα χάνοντας ένα μέρος της δύναμης του,περίπου μισή μονάδα.Οικολόγοι Πράσινοι,ΛΑΟΣ και Δημοκρατική Συμμαχία συγκεντρώνουν 2,4-2,5%. Σε μετεκλογική έρευνα η public issue κατέγραψε για την Καθημερινή της Κυριακής τις εκτιμήσεις του εκλογικού σώματος για το τι θα βγάλει η κάλπη.Για τη ΝΔ αύξηση των εκλογικών ποσοστών βλέπει το 46%, για τη ΔΗΜΑΡ το 42%, για τους Ανεξάρτητους Έλληνες το 40%, όπως και για τους Οικολόγους Πράσινους, για τον ΛΑΟΣ το 33% και για το ΠΑΣΟΚ μόλις το 28%. Στη συντριπτική τους πλειοψηφία δε, –ποσοστό 76%- οι πολίτες πιστεύουν ότι η Χρυσή Αυγή θα μειώσει τη δύναμή της. Πάντως παρά την ευρεία συμφωνία ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα αυξήσει τη δύναμή του, το 62% της κοινής γνώμης εκτιμά ότι και η νέα προσφυγή στις κάλπες δε θα βγάλει αυτοδύναμη κυβέρνηση. Πριν τις εκλογές το ποσοστό αυτών που έβλεπαν μη αυτοδυναμία έφθανε το 91%. Πηγή :

Σάββατο 12 Μαΐου 2012

Πολιτικός λόγος και καλλιτεχνική έκφραση : Πως διαπλέκονται μεταξύ τους

γράφει για το blog η Βάλια Χριστοδουλάκη
Πόση ουσία θα μπορούσε να κρύβεται, ειδικά στη σύγχρονη εποχή, σε τετριμμένες λίγο-πολύ διαπιστώσεις και εύλογα κατά βάση συμπεράσματα που απορρέουν από ολοένα προκλητικότερα αναπαραγόμενες θεωρίες; Κι όμως... Εν όψει των κρίσιμων βουλευτικών εκλογών της 6ης Μα'ί'ου, το να προσδώσει κανείς τη ρεαλιστική της διάσταση στη δυναμική του πολιτικού λόγου και στην επίδραση που μοιραία ασκεί τόσο στη διαμόρφωση του πλέγματος του κοινωνικού ιστού, όσο και στις διάφορες εκφάνσεις του κοινωνικού βίου, δεν είναι καθόλου εύκολο. Γι' αυτό και προσμετράται στα ''ορόσημα'' της ευαισθητοποιημένης, πολιτειακής ταυτότητας όποιου προσπαθήσει να την αποδώσει αντικειμενικότερα, υποστηρίζοντας διπλό ρόλο: όχι μόνο του ζωτικής σημασίας κρίκου της κοινωνικοπολιτικής αλυσίδας αλλά και του συνειδητοποιημένου, ενεργού πολίτη.
Παλιότερα απαγορευόταν ο ανατρεπτικός πολιτικός λόγος, όχι με την επίκληση εξατομικευμένης άμεσης προσβολής και βλάβης, αλλά επειδή εκλαμβανόταν ως απειλή γενικότερων κοινωνικών αξιών- πράγμα που ισχύει και στην περίπτωση της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Η τέχνη περιορίζεται ως επί το πλείστον για δύο (2) λόγους: ή γιατί προσβάλλει τις κονωνικές αξίες που αφορούν τις ερωτικές σχέσεις (άσεμνα) ή γιατί προσβάλλει τις θρησκευτικές αξίες κάποιων πολιτών. Τόσο στη μία, όσο και στην άλλη περίπτωση, δεν πρόκειται για εξατομικευμένη προσβολή. Η αιτία που ζητά κάποιος την απαγόρευση ενός άσεμνου ή αντιθρησκευτικού έργου τέχνης δεν είναι τόσο το ενδεχόμενο της δικής του προσβολής απ' την επαφή του με αυτό (ενδεχόμενο, άλλωστε, που μπορεί να αποφύγει αν το θέλει...) αλλά το ότι θεωρεί πως κανένας δεν πρέπει να εκτίθεται σε ένα έργο, το οποίο ο ίδιος κρίνει ανήθικο, βλάσφημο, βλαβερό ή διεφθαρμένο. Η λογοκριτική διάθεση, που προφανώς χαρακτηρίζει μια τέτοιου είδους αντίληψη, είναι διάχυτη. Συχνά, πάντως, επικαλύπτεται απ' την επίκληση κάποιας βλάβης ή έστω προσβολής. Τα άσεμνα εμφανίζονται να προσβάλλουν την ηθική ενώ η βλασφημία την πίστη ή το θρησκευτικό συναίσθημα χωρίς να καθιστούν, βέβαια, δεδομένη την εξατομίκευση της προσβολής. Το ζήτημα, που ανακύπτει, αποκτά, επομένως, κοινωνικοπολιτικές προεκτάσεις. Δεν μπορεί να προσβάλλεται ούτε το θρησκευτικό συναίσθημα κάποιου, όταν ο ίδιος γνωρίζει πως άλλοι είν' αυτοί που λοιδωρούν τη θρησκεία του, ούτε οι ηθικές του αξίες, όταν εξίσου καλά γνωρίζει πως άλλοι είν' αυτοί που τις περιφρονούν!
Όσον αφορά δε στις πολιτικές ιδέες, η ιδέα πχ της ''δικτατορίας του προλεταριάτου'', μπορεί να εμποιεί σε κάποιον τέτοιο φόβο και ανασφάλεια ώστε αυτός να είναι απόλυτα πεπεισμένος ότι συνιστά ό,τι πιο επονείδιστο για την κοινωνία. Μπορεί δηλαδή να την κρίνει ως ό,τι πιο προσβλητικό κι απειλητικό για την ιδεολογία του και την κοσμοθεωρία του. Κατά πόσο, όμως, μια υποκειμενική, προσωπική του κρίση, του παρέχει και το δικαίωμα να ζητήσει τον περιορισμό της διάδοσης της συγκεκριμένης πολιτικής θεωρίας, έστω κι αν η πλειοψηφία συμφωνεί μαζί του; Κατά μια αντίληψη, ενδεχόμενη καταφατική απάντηση δεν αμφισβητεί απλά την ελευθερία του λόγου αλλά και την πεμπτουσία της έννοιας του ατομικού δικαιώματος, καθώς αφενός κάθε ιδέα είναι εν δυνάμει προσβλητική για ορισμένους, αφετέρου η προσβολή, για κάτι που αφορά πρωτίστως άλλους, σημαίνει ουσιαστικά μη αναγνώριση της ατομικότητάς τους. Μη αναγνώριση, κατά συνέπεια, ότι αυτοί οι άλλοι μπορεί να έχουν απόψεις, επιλογές και συμπεριφορές, με τις οποίες, ναι, μερικοί δε συνάδουν και, παρότι δεν τους προκαλούν άμεση βλάβη, δεν τις ανέχονται. Αν ήταν έτσι, όμως, θα είχε καταργηθεί η συκοφαντική δυσφήμηση γενικότερα και κάθε απόπειρα ακριβούς και στέρεης συλλογιστικής θα κατέληγε σε άτοπο! Η βάση, στην οποία θέτει το ζήτημα η παραπάνω αντίληψη, δεν μπορεί να μην τονιστεί ότι εμφανίζεται τόσο αφηρημένη, επιδερμική και θεωρητική που δε θα μπορούσε να τύχει καμίας αποτελεσματικής πρακτικής εφαρμογής.
Αυτό που τελικά θα πρέπει να μείνει ως απόσταγμα είναι ότι σε κάθε περίπτωση υπάρχουν όρια, σαφή και ευδιάκριτα, (ο λεγόμενος περιορισμός των περιορισμών: η αρχή της αναλογικότητας), που θα πρέπει να γίνονται σεβαστά από όλους -ανεξαρτήτως προσωπικών τους εκτιμήσεων- ώστε να μπορούν να επιτελούν το σκοπό τους: να ''τιθασεύουν'' αποκλίνουσες συμπεριφορές όταν αυτές τείνουν να λάβουν επικίνδυνες διαστάσεις για την κοινωνία και τα μέλη της. Εξειδικευμένοι κρατικοί μηχανισμοί διατηρούνται γι' αυτόν ακριβώς το λόγο, ώστε μέσω τους ο εκάστοτε θιγόμενος από μια προσβολή να μπορεί να καταφύγει στη δικαιοσύνη, ζητώντας την άρση της στο μέλλον και την αποκατάσταση της ζημίας του. Ωστόσο, αφενός επειδή ο νομοθέτης έχει χρησιμοποιήσει αόριστη φρασεολογία τόσο στον ορισμό του άσεμνου έργου, όσο και στο τι δε θεωρεί άσεμνο έργο, αφετέρου επειδή δεν υπάρχει στη νομοθεσία ούτε ορισμός της τέχνης ούτε ορισμός του έργου τέχνης, το βάρος εξειδίκευσης επιρρίπτεται στο δικαστή που θα κρίνει κατά περίπτωση. Οι Νόμοι, πάντως, που απαγορεύουν την κυκλοφορία άσεμνων βιβλίων και επιβάλλουν ποινές στους συγγραφείς, στους εκδότες, και σε κάθε εν γένει εμπλεκόμενο πρόσωπο στη διάδοση και εμπορία των βιβλίων αυτών, είναι: ο Ν. 5060/1931, με ειδικότερο κεφάλαιο το ΙΑ' ''Περί ασέμνων δημοσιευμάτων'', ά. 29 και 30, όπως επίσης και το Ν.Δ. 346/1969, ά. 54. Ο νομοθέτης αποσκοπεί μέσω αυτών των διατάξεων στο να προστατεύσει το αναγνωστικό κοινό από βιβλία που προσβάλλουν την αιδώ, σύμφωνα με το κοινό αίσθημα, και που με την κυκλοφορία τους συμβάλλουν στην κερδοσκοπία ενός κύκλου προσώπων, όπου ανήκει ο συγγραφέας του βιβλίου, ο εκδότης, ο διανομέας, ο βιβλιοπώλης κι όσοι άλλοι εμπλέκονται στην εμπορία τους. Αντιθέτως, δεν τιμωρείται όποιος αγοράζει το άσεμνο βιβλίο για προσωπική του χρήση και δίχως πρόθεση μεταπώλησης. (Κ.Γ. Γαρδίκας, ''Εγκλήματα κατά των ηθών'', Ποιν. Χρ. Β', 1952, σελ. 216, ΠλημμΑθ. 2435/1978, Ποιν. Χρ. ΚΗ', 1978, σελ. 826-828) Αξίζει να σημειωθεί εδώ πως αν ποτέ μελλοντικά απαλειφθούν απ' τον Ποινικό Κώδικα οι διατάξεις περί βλασφημίας (ά. 198), και σε ένα τολμηρότερο βήμα, αν επέλθει Συνταγματικός χωρισμός Κράτους- Εκκλησίας, το κενό που θα δημιουργηθεί, δε θα παραμείνει ακάλυπτο. Οι διατάξεις για εξύβριση (προσβολή του status τιμής) θα κληθούν να το καλύψουν. Η λύση αυτή ίσως θέσει και ένα τέρμα έτσι στην ιδιότυπη actio popularis που ''γεννά'' η αυτεπάγγελτα διωκόμενη βλασφημία. (χαρακτηριστική περίπτωση αποτελεί η υπόθεση Μ. Ανδρουλάκη)
* Η Βάλια είναι δικηγόρος ,απόφοιτη του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης

Καθημερινή ενημέρωση

Παρασκευή 11 Μαΐου 2012

Το χρήμα και η επιρροή του στις κοινωνικές συναναστροφές των νέων

γράφει για το blog η Δώρα Νεάρχου



Ο νέος βιώνει την οικονομική κρίση με τη μορφή της ανεργίας της υπο/ετεροαπασχόλησης, της αδυναμίας απόκτησης όλων εκείνων των αγαθών που τα ευδαιμονιστικά πρότυπα προβάλλουν ως αναγκαία αλλά και ως παράγοντες επιτυχίας της περιθωριακής θέσης στην παραγωγική διαδικασία.

Ο σύγχρονος νέος έχει στραφεί στον υλικό ευδαιμονισμό, έχει θεοποιήσει το χρήμα, έχει μειώσει τη σημασία της λέξης «άνθρωπος» και έχει υποταχθεί στο εφήμερο και το πρόσκαιρο. Με όλα αυτά οι ανθρώπινες αξίες έχουν αρχίσει να εκλείπουν, οι νέοι τείνουν όλο και περισσότερο σε λανθασμένες προτεραιότητες και αποστασιοποιούνται από οράματα και συλλογικούς στόχους.

Βλέπουμε λοιπόν, όλο και περισσότερο, να δημιουργείται στο άτομο άγχος για την απόκτηση όλο και περισσότερων υλικών αγαθών. Ως αποτέλεσμα της αγχώδους κατάστασης είναι η δημιουργία ψυχολογικών προβλημάτων. Οι νευρώσεις, ο φθόνος και η ζήλεια φωλιάζουν στην ψυχή του. Πολλές φορές δημιουργούνται και συμπλέγματα κατωτερότητας σε άτομα που δεν μπορούν να εξασφαλίσουν ισάριθμα καταναλωτικά αγαθά. Το κυνήγι της «υλικής ευτυχίας» παραμερίζει τα πνευματικά ενδιαφέροντα του ατόμου, ενώ η καταναλωτική μανία δεν ευνοεί και την κοινωνικοποίηση του νέου.
Για τον Γκάντι «το πρόβλημα του σύγχρονου ανθρώπου δεν είναι η κάλυψη των συνεχώς αυξανόμενων αναγκών, αλλά ο συνειδητός και εκούσιος περιορισμός τους». Η λύση είναι η σωστή ιεράρχηση των αναγκών: συνειδητοποίηση και διαχωρισμός των πλαστών αναγκών από τις πραγματικές, τοποθέτηση των υλικών αναγκών στη θέση που τους αρμόζει, αποφυγή θεοποίησης του κέρδους. Απαιτείται λοιπόν να δοθεί προτεραιότητα στην πλήρωση των ψυχοπνευματικών αναγκών που επικυρώνουν τη ζωη.