Σάββατο 12 Μαΐου 2012

Πολιτικός λόγος και καλλιτεχνική έκφραση : Πως διαπλέκονται μεταξύ τους

γράφει για το blog η Βάλια Χριστοδουλάκη
Πόση ουσία θα μπορούσε να κρύβεται, ειδικά στη σύγχρονη εποχή, σε τετριμμένες λίγο-πολύ διαπιστώσεις και εύλογα κατά βάση συμπεράσματα που απορρέουν από ολοένα προκλητικότερα αναπαραγόμενες θεωρίες; Κι όμως... Εν όψει των κρίσιμων βουλευτικών εκλογών της 6ης Μα'ί'ου, το να προσδώσει κανείς τη ρεαλιστική της διάσταση στη δυναμική του πολιτικού λόγου και στην επίδραση που μοιραία ασκεί τόσο στη διαμόρφωση του πλέγματος του κοινωνικού ιστού, όσο και στις διάφορες εκφάνσεις του κοινωνικού βίου, δεν είναι καθόλου εύκολο. Γι' αυτό και προσμετράται στα ''ορόσημα'' της ευαισθητοποιημένης, πολιτειακής ταυτότητας όποιου προσπαθήσει να την αποδώσει αντικειμενικότερα, υποστηρίζοντας διπλό ρόλο: όχι μόνο του ζωτικής σημασίας κρίκου της κοινωνικοπολιτικής αλυσίδας αλλά και του συνειδητοποιημένου, ενεργού πολίτη.
Παλιότερα απαγορευόταν ο ανατρεπτικός πολιτικός λόγος, όχι με την επίκληση εξατομικευμένης άμεσης προσβολής και βλάβης, αλλά επειδή εκλαμβανόταν ως απειλή γενικότερων κοινωνικών αξιών- πράγμα που ισχύει και στην περίπτωση της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Η τέχνη περιορίζεται ως επί το πλείστον για δύο (2) λόγους: ή γιατί προσβάλλει τις κονωνικές αξίες που αφορούν τις ερωτικές σχέσεις (άσεμνα) ή γιατί προσβάλλει τις θρησκευτικές αξίες κάποιων πολιτών. Τόσο στη μία, όσο και στην άλλη περίπτωση, δεν πρόκειται για εξατομικευμένη προσβολή. Η αιτία που ζητά κάποιος την απαγόρευση ενός άσεμνου ή αντιθρησκευτικού έργου τέχνης δεν είναι τόσο το ενδεχόμενο της δικής του προσβολής απ' την επαφή του με αυτό (ενδεχόμενο, άλλωστε, που μπορεί να αποφύγει αν το θέλει...) αλλά το ότι θεωρεί πως κανένας δεν πρέπει να εκτίθεται σε ένα έργο, το οποίο ο ίδιος κρίνει ανήθικο, βλάσφημο, βλαβερό ή διεφθαρμένο. Η λογοκριτική διάθεση, που προφανώς χαρακτηρίζει μια τέτοιου είδους αντίληψη, είναι διάχυτη. Συχνά, πάντως, επικαλύπτεται απ' την επίκληση κάποιας βλάβης ή έστω προσβολής. Τα άσεμνα εμφανίζονται να προσβάλλουν την ηθική ενώ η βλασφημία την πίστη ή το θρησκευτικό συναίσθημα χωρίς να καθιστούν, βέβαια, δεδομένη την εξατομίκευση της προσβολής. Το ζήτημα, που ανακύπτει, αποκτά, επομένως, κοινωνικοπολιτικές προεκτάσεις. Δεν μπορεί να προσβάλλεται ούτε το θρησκευτικό συναίσθημα κάποιου, όταν ο ίδιος γνωρίζει πως άλλοι είν' αυτοί που λοιδωρούν τη θρησκεία του, ούτε οι ηθικές του αξίες, όταν εξίσου καλά γνωρίζει πως άλλοι είν' αυτοί που τις περιφρονούν!
Όσον αφορά δε στις πολιτικές ιδέες, η ιδέα πχ της ''δικτατορίας του προλεταριάτου'', μπορεί να εμποιεί σε κάποιον τέτοιο φόβο και ανασφάλεια ώστε αυτός να είναι απόλυτα πεπεισμένος ότι συνιστά ό,τι πιο επονείδιστο για την κοινωνία. Μπορεί δηλαδή να την κρίνει ως ό,τι πιο προσβλητικό κι απειλητικό για την ιδεολογία του και την κοσμοθεωρία του. Κατά πόσο, όμως, μια υποκειμενική, προσωπική του κρίση, του παρέχει και το δικαίωμα να ζητήσει τον περιορισμό της διάδοσης της συγκεκριμένης πολιτικής θεωρίας, έστω κι αν η πλειοψηφία συμφωνεί μαζί του; Κατά μια αντίληψη, ενδεχόμενη καταφατική απάντηση δεν αμφισβητεί απλά την ελευθερία του λόγου αλλά και την πεμπτουσία της έννοιας του ατομικού δικαιώματος, καθώς αφενός κάθε ιδέα είναι εν δυνάμει προσβλητική για ορισμένους, αφετέρου η προσβολή, για κάτι που αφορά πρωτίστως άλλους, σημαίνει ουσιαστικά μη αναγνώριση της ατομικότητάς τους. Μη αναγνώριση, κατά συνέπεια, ότι αυτοί οι άλλοι μπορεί να έχουν απόψεις, επιλογές και συμπεριφορές, με τις οποίες, ναι, μερικοί δε συνάδουν και, παρότι δεν τους προκαλούν άμεση βλάβη, δεν τις ανέχονται. Αν ήταν έτσι, όμως, θα είχε καταργηθεί η συκοφαντική δυσφήμηση γενικότερα και κάθε απόπειρα ακριβούς και στέρεης συλλογιστικής θα κατέληγε σε άτοπο! Η βάση, στην οποία θέτει το ζήτημα η παραπάνω αντίληψη, δεν μπορεί να μην τονιστεί ότι εμφανίζεται τόσο αφηρημένη, επιδερμική και θεωρητική που δε θα μπορούσε να τύχει καμίας αποτελεσματικής πρακτικής εφαρμογής.
Αυτό που τελικά θα πρέπει να μείνει ως απόσταγμα είναι ότι σε κάθε περίπτωση υπάρχουν όρια, σαφή και ευδιάκριτα, (ο λεγόμενος περιορισμός των περιορισμών: η αρχή της αναλογικότητας), που θα πρέπει να γίνονται σεβαστά από όλους -ανεξαρτήτως προσωπικών τους εκτιμήσεων- ώστε να μπορούν να επιτελούν το σκοπό τους: να ''τιθασεύουν'' αποκλίνουσες συμπεριφορές όταν αυτές τείνουν να λάβουν επικίνδυνες διαστάσεις για την κοινωνία και τα μέλη της. Εξειδικευμένοι κρατικοί μηχανισμοί διατηρούνται γι' αυτόν ακριβώς το λόγο, ώστε μέσω τους ο εκάστοτε θιγόμενος από μια προσβολή να μπορεί να καταφύγει στη δικαιοσύνη, ζητώντας την άρση της στο μέλλον και την αποκατάσταση της ζημίας του. Ωστόσο, αφενός επειδή ο νομοθέτης έχει χρησιμοποιήσει αόριστη φρασεολογία τόσο στον ορισμό του άσεμνου έργου, όσο και στο τι δε θεωρεί άσεμνο έργο, αφετέρου επειδή δεν υπάρχει στη νομοθεσία ούτε ορισμός της τέχνης ούτε ορισμός του έργου τέχνης, το βάρος εξειδίκευσης επιρρίπτεται στο δικαστή που θα κρίνει κατά περίπτωση. Οι Νόμοι, πάντως, που απαγορεύουν την κυκλοφορία άσεμνων βιβλίων και επιβάλλουν ποινές στους συγγραφείς, στους εκδότες, και σε κάθε εν γένει εμπλεκόμενο πρόσωπο στη διάδοση και εμπορία των βιβλίων αυτών, είναι: ο Ν. 5060/1931, με ειδικότερο κεφάλαιο το ΙΑ' ''Περί ασέμνων δημοσιευμάτων'', ά. 29 και 30, όπως επίσης και το Ν.Δ. 346/1969, ά. 54. Ο νομοθέτης αποσκοπεί μέσω αυτών των διατάξεων στο να προστατεύσει το αναγνωστικό κοινό από βιβλία που προσβάλλουν την αιδώ, σύμφωνα με το κοινό αίσθημα, και που με την κυκλοφορία τους συμβάλλουν στην κερδοσκοπία ενός κύκλου προσώπων, όπου ανήκει ο συγγραφέας του βιβλίου, ο εκδότης, ο διανομέας, ο βιβλιοπώλης κι όσοι άλλοι εμπλέκονται στην εμπορία τους. Αντιθέτως, δεν τιμωρείται όποιος αγοράζει το άσεμνο βιβλίο για προσωπική του χρήση και δίχως πρόθεση μεταπώλησης. (Κ.Γ. Γαρδίκας, ''Εγκλήματα κατά των ηθών'', Ποιν. Χρ. Β', 1952, σελ. 216, ΠλημμΑθ. 2435/1978, Ποιν. Χρ. ΚΗ', 1978, σελ. 826-828) Αξίζει να σημειωθεί εδώ πως αν ποτέ μελλοντικά απαλειφθούν απ' τον Ποινικό Κώδικα οι διατάξεις περί βλασφημίας (ά. 198), και σε ένα τολμηρότερο βήμα, αν επέλθει Συνταγματικός χωρισμός Κράτους- Εκκλησίας, το κενό που θα δημιουργηθεί, δε θα παραμείνει ακάλυπτο. Οι διατάξεις για εξύβριση (προσβολή του status τιμής) θα κληθούν να το καλύψουν. Η λύση αυτή ίσως θέσει και ένα τέρμα έτσι στην ιδιότυπη actio popularis που ''γεννά'' η αυτεπάγγελτα διωκόμενη βλασφημία. (χαρακτηριστική περίπτωση αποτελεί η υπόθεση Μ. Ανδρουλάκη)
* Η Βάλια είναι δικηγόρος ,απόφοιτη του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου